- ασταρώνω
- [αστάρι]1. φοδράρω κάποιο ένδυμα2. απλώνω σε μια επιφάνεια το πρώτο στρώμα του χρώματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προπλάσσω — ΝΜΑ, προπλάθω ΝΜ, απ. τ. προπλάττω Α πλάθω ή διαμορφώνω κάτι προηγουμένως, από πριν, κάνω πρόπλασμα («δοκεῑ τοῡ ὅλου σώματος προπλάττεσθαι ἡ καρδία», Φιλ.) νεοελλ. μσν. (στους Βυζαντινούς αγιογράφους) επιχρίω με το βασικό χρώμα το μέρος που θα… … Dictionary of Greek